-
1 несправедливость
-
2 обида
обида ж η προσβολή, η αδικία· быть в \обидае на кого-л. είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον* * *жη προσβολή, η αδικίαбыть в оби́де на кого́-л. — είμαι δυσαρεστημένος με κάποιον
-
3 вопиющий
вопиющ||ийприл ὁλοφάνερος, καταφανής, κατάφωρος/ ἀπαράδεκτος (недопустимый):\вопиющийие безобразия ἀπαράδεκτες ἀσχήμιες· \вопиющийая несправедливость καταφανής ἀδικία· ◊ глас \вопиющийего в пустыне φωνή βοώντος ἐν τῆ ἐρήμω. -
4 несправедливость
несправедливостьж ἡ ἀδικία, τό ἄδικο. -
5 обида
оби́д||аж ἡ προσβολή, τό πείραγμα, ἡ ἀδικία:терпеть \обидаы ἀνέχομαι προσβολές· быть в \обидае на кого-л. εἶμαι δυσαρεστημένος μέ κάποιον он на меня в \обидае εἶναι κακιωμένος μαζύ μου· наносить \обидау προσβάλλω κάποιον· проглотить \обидау καταπίνω τή προσβολή· не давать себя в \обидау δέν ἐπιτρέπω νά μέ προσβάλλουν· не в \обидау будь сказано разг νά μή σοῦ κακοφανεϊ. -
6 несправедливость
[νισπραβι· ντλίβαστ"] ουσ. θ. αδικία -
7 обида
[αμπίντα] ουσ. θ. προσβολή, αδικία, πείραγμα -
8 несправедливость
[νισπραβι· ντλίβαστ"] ουσ θ αδικία -
9 обида
[αμπίντα] ουσ θ προσβολή, αδικία, πείραγμα -
10 вопиющий
επ.που κραυγάζει, φωνάζει• που προκαλεί μεγάλη αγανάχτηση• ανυπόφορος, -φερτός, αβάσταχτος• κατάφωρος, ολοφάνερος• απαράδεχτος•-ие ощибки απαράδεχτα λάθη (που προκαλούν αγανάχτηση)•
-ая несправедливость κατάφωρη αδικία (που προκαλεί αγανάχτηση)•
-ая бедность αβάσταχτη φτώχεια•
-ее противоречие ολοφάνερη αντίθεση•
-ие безобразия αίσχη που προκαλούν αγανάχτηση (απαράδεχτα).
-
11 загладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заглаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνω• λειαίνω•загладить волосы ισιάζω τα μαλλιά•
загладить складки ισιώνω τις πιέτες•
загладить моршины ομαλύνω τις ρυτίδες.
2. μτφ. διορθώνω, επανορθώνω, αποκαθιστώ•загладить ощибку διορθώνω το λάθος•
загладить несправедливость επανορθώνω την αδικία.
1. ισιώνω, ισιάζω, ομαλύνομαι• λειαίνομαι.2. διορθώνομαι, επανορθώνομαι• μετριάζομαι, καλμάρω. -
12 кривда
-ы θ. (λκ. ποίηση) αναλήθεια, ψέμα αδικία. -
13 неправильность
-и θ.1. το μη σωστό αντι-κανον ικότητα• ανωμαλία. || παρατυπία, παρέκκλιση (από γενικό κανόνα).2. αναλήθεια, ανακρίβεια.3. αδικία. -
14 несправедливость
-и θ.αδικία. -
15 реабилитировать
-рую, -руешьρ.δ. к.σ. μ.1. αποκατασταίνω (τιμή, φήμη)• επανορθώνω (αδικία).2. αποκατασταίνω (στα δικαιώματα).αποκατασταίνομαι κλπ. ρ, ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ἀδικία — ἀδικίᾱ , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc/acc dual ἀδικίᾱ , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικία — η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά 1. το να πράττει κανείς το άδικο «αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία» «Κροῑσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο» 2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία «τόν … Dictionary of Greek
ἀδικίᾳ — ἀδικίαι , ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικιά — η βλ. αδικία … Dictionary of Greek
αδικία — η έλλειψη δικαιοσύνης: Αυτό που σου έγινε είναι μεγάλη αδικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδικιά — η συκοφαντία: Του κόλλησαν την αδικιά, πως αυτός είχε κλέψει το πρόβατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδίκια — ἀδίκιον malversation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικίας — ἀδικίᾱς , ἀδικία wrongdoing fem acc pl ἀδικίᾱς , ἀδικία wrongdoing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικίαι — ἀδικία wrongdoing fem nom/voc pl ἀδικίᾱͅ , ἀδικία wrongdoing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικίαν — ἀδικίᾱν , ἀδικία wrongdoing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικιῶν — ἀδικία wrongdoing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)